«Η επέλαση του κορονοϊού σε όλο τον κόσμο επέφερε και έναν ιδιότυπο “εθνικισμό των τροφίμων” και ανέδειξε την ανάγκη στοιχειώδους τροφικής αυτάρκειας της χώρας. Οφείλουμε, λοιπόν, να επαναπροσδιορίσουμε με σύνεση τη διάθεση της παραγωγικής γης για φωτοβολταϊκά. Χαίρομαι που οι αγρότες έχουν συγκεκριμένες προτάσεις και διεκδικούν δυναμικά μερίδιο στην παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές για να μπορέσουν να συνεχίσουν την δραστηριότητά τους και να γίνουν ανταγωνιστικοί».
Τα παραπάνω δήλωσε ο πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος μετά τη συνάντηση που είχε με τον πρόεδρο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγροτικών Φωτοβολταϊκών κ. Κώστα Σπανούλη σχετικά με ζητήματα που αφορούν τα αγροτικά φωτοβολταϊκά.
Ο Θεσσαλός πολιτικός, που πρόσφατα έθεσε το θέμα στη Βουλή λέγοντας ότι «κάποιοι αντιμετωπίζουν ως ενεργειακό Ελντοράντο τη γη υψηλής παραγωγικότητας του κάμπου», ενημερώθηκε για τις πρωτοβουλίες και τις προτάσεις των αγροτών για ισόρροπη κατανομή της παραγωγής ενέργειας από φωτοβολταϊκά σε αγροτική γη.
Ο κ. Σπανούλης επεσήμανε ότι για να υπάρχει ισόρροπη ανάπτυξη θα πρέπει ο αγροτικός τομέας να μπορεί να συμμετέχει στην παραγωγή ενέργειας αφού είναι ένας βασικός καταναλωτής, ξοδεύοντας το 14% της διαθέσιμης ενέργειας. Υπογράμμισε ότι στη Γερμανία το 16% της ενέργειας παράγεται από αγροτικά φωτοβολταϊκά ενώ στη χώρα μας το αντίστοιχο ποσοστό είναι αμελητέο. Συνεπώς, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ύπαρξης «τσιφλικάδων της ενέργειας», ο σύνδεσμος και τα μέλη τους, επιδιώκουν να υπάρξει μια ποσόστωση-πλαφόν από την «πίτα» της ενέργειας στους αγρότες, τόσο μέχρι το 2020 όσο και μέχρι το 2032, όπου το 35% της ενέργειας θα πρέπει να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Ο νόμος 3851/2010 έδινε τη δυνατότητα για τη δημιουργία αγροτικών φωτοβολταϊκών συνολικής ισχύος έως 750 MW μέχρι το 2020. Κατασκευάστηκαν περίπου 250 MW οπότε η πολιτεία οφείλει να αποδώσει στον αγροτικό κόσμο το έλλειμμα της τάξης των 500 MW, καθώς όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες έχουν ξεπεράσει τους στόχους που είχαν τεθεί από το τέλος του 2013, άλλα και να «μοιράσει» στους αγρότες επιπλέον 700 MW μέχρι το 2032.
Επίσης, ανέφερε ότι τα προηγούμενα χρόνια οι αγρότες βίωσαν έναν «αθέμιτο ανταγωνισμό» σε ότι αφορά την κατασκευή φωτοβολταϊκών. Από το 2014 μέχρι και το 2019 δεν υπήρξε επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων από τους ίδιους, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε και θέμα με το μητρώο αγροτών. Οι νέοι αγρότες δεν προχώρησαν στην κατασκευή πάρκων, λόγω φόβων για απένταξη από το πρόγραμμα, ενώ ταυτόχρονα το περιβόητο netmetering, βάλτωσε, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στα σχέδια βελτίωσης άλλα και της ανεπάρκειας στα δίκτυα χαμηλής τάσης. Επομένως πρέπει η πολιτεία να θεσμοθετήσει την παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά ισχύος έως 500KW ως αγροτική δραστηριότητα, στηρίζοντας ουσιαστικά τον αγρότη να συνεχίσει να παράγει με μικρότερη ενεργειακή και οικονομική επισφάλεια.
Τέλος, επισημάνθηκε ότι για να προστατευτεί η απώλεια γης υψηλής παραγωγικότητας θα πρέπει να διερευνηθεί ενδελεχώς η δυνατότητα για την κατασκευή αγροτικών φωτοβολταϊκών σε γη χαμηλής παραγωγικότητας, με ρυθμίσεις που θα επιτρέπουν την εγκατάσταση περισσότερων του ενός πάρκων έως 500 KW στο ίδιο αγροτεμάχιο. Έτσι, η σημειακή παραγωγή της ενέργειας θα μπορεί να είναι πιο οργανωμένη, θα μειωθεί σημαντικά το κόστος των γραμμών του δικτύου σύνδεσης και μεταφοράς της ενέργειας, όπως και τα έξοδα συντήρησης, προς όφελος του κράτους και των αγροτών. Δεδομένου δε ότι η ύπαρξη δικτύων μεταφοράς ενέργειας (ρεύματος) στην επαρχία και στα χωριά οφείλεται μέχρι σήμερα κατά κύριο λόγο στον αγροτικό εξηλεκτρισμό, ο οποίος στηρίζει την αγροτική δραστηριότητα, η επέκταση των δικτύων σε περιοχές με αγροτική γη χαμηλής παραγωγικότητας θα βελτιώσει τις προϋποθέσεις για την οικονομική και τη δημογραφική τους αναζωογόνηση.